Κρεοπώλης δεύτερης γενιάς ο Κώστας Τσοκαράς κάνει την ανατροπή με των λιλιπούτειων διαστάσεων Butcher Brothers. Ένα τόσο δα, εξαιρετικά λιτό και καλαίσθητο μπουτίκ κρεοπωλείο, στη Δροσίνη 5 στην Κηφισιά, όπου ο Κώστας φτιάχνει δικά του απίστευτα – τα δοκίμασα – μοσχαρίσια λουκάνικα με πιπέρι κόκκινο και παχουλά λαχταριστά μπιφτέκια από Black angus. Αρνάκι και κατσικάκι έρχονται απευθείας από τα Τρίκαλα όπου είναι και ο τόπος καταγωγής του.

Αυτά τα φουσκωτά γλυκάκια που ακροβατούν μεταξύ λουκουμά και τηγανιτής ζύμης ψωμιού τα λάτρεψα από τα μικράτα μου. Χρόνια θυμάμαι εκείνο τον ζαχαρένιο «λουκουμά» που μου αγόραζε η γιαγιά Μαρία, που καθώς τον δάγκωνα κατηφορίζοντας στην πόλη των λεόντων πασπάλιζε τα μέσα και τα έξω μου με μια ευεργετική γλύκα. Αυτή η λουκουμόσκονη χρόνια τώρα νομίζω με ακολουθεί.Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που πάντα όταν ανακαλύπτω μαγαζάκια με ντόνατς μπορείς εύκολα να διακρίνεις στα μάτια μου εκείνες τις τυχαίες νότες παιδικής ευθυμίας.

Κάθε φορά που σκέφτομαι να κάνω μια χορτόπιτα μέσα μου δυο αντιμαχόμενες κουλτούρες κηρύσσουν πόλεμο η μια στην άλλη.
Η Κρητικιά που καθόλου ευγενικά – μάλλον – τραβώντας με από το μανίκι μου υπενθυμίζει ότι τα χόρτα πρέπει να υπερτερούν και σαφώς να δηλώνουν έντονα την κυριαρχία τους τόσο ως προς το ζυμάρι όσο και ως προς τα τυριά και τα αυγά που μάλλον είναι ανύπαρκτα.
Η δεύτερη τώρα εκείνη της κοσμοπολίτισσας μαγείρισσας μου φέρνει στο μυαλό όλες εκείνες της πιτούλες της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Δυτικής Μακεδονίας, που έχει δοκιμάσει, στις οποίες το φύλλο ή ο χυλός παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και το τυράκι δηλώνει γενναιόδωρα την παρουσία του καμιά φορά και ο τραχανάς και τα αυγά και το κρέας μαζί.

Δυο μέρες πριν, μες την φούρια της προετοιμασίας για το ξεπροβόδισμα του παλιού χρόνου και το καλωσόρισμα του 2015 που φέρνει αν μη τι άλλο την διάσταση του ολοκαίνουριου, τρέχω για τα τελευταία ψώνια στο ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ.
Με το καροτσάκι μου να παίζει το ρόλο του συγκρουόμενου και με την υπομονή του Ιώβ, μελετάω χωρίς σχέδιο το μενού της Πρωτοχρονιάς, ακολουθώντας περισσότερο τα χρώματα και τα αρώματα των τροφίμων και λιγότερο ένα προκαθορισμένο μενού σχεδιασμένο για μέρες επί χάρτου...

Επισκέπτης σεμνός και ταπεινός της τελευταίας έκθεσης ελληνων μικρών παραγωγών βγαίνω στην Κηφισίας με ένα ουρανίσκο που αλλού πατεί και αλλού βρίσκετε o δύσμοιρος. Όσο καλά εκπαιδευμένος κι αν είναι αυτή η εναλλαγή, αλμυρού, γλυκού, κάτι ενδιάμεσου, γλυκόξινου, πικρού τον έχει μπερδέψει. Σκέφτομαι «φαντάσου ο κοινός καταναλωτής τι έχει πάθει!» Την απόλυτη σύγχυση... Στο μυαλό μου στριφογυρίζει αυτή η μεστή και δυνατή γεύση από το λουκάνικο του μαύρου χοίρου μέχρι που έρχεται και της δίνει μια αγκωνιά ο παστουρμάς, με το τσιμένι να χορεύει τον δικό τους χορό της φωτιάς στα σωθικά μου. Τι έφαγα, τι ήπια, τι άκουσα, δεν θυμάμαι και να σκεφτείς ότι όλα αυτά μαζί με τους προβληματισμούς μου πρέπει να τα βάλω σε μια τάξη.

Εκείνο το πρωί δεν ξέρω γιατί αλλά ξύπνησα με την αίσθηση ότι καμιά φορά κι εμείς οι άνθρωποι της τηλεοπτικοπεριοδικής μαγειρικής το παρακάνουμε. Ίσως και να έφταιγε εκείνη η εκπομπή με τον βομβαρδισμό ατέλειωτων συνταγών που είδα λίγο πριν ακουμπήσω το κεφαλάκι μου στο μαξιλάρι! Όλη νύχτα ονειρευόμουν τρούφες, λευκές και μαύρες, δροσουλίτες, πράσινα χαλαπένιος του Νοτιοδυτικού Μεξικού και κόκκινο κακάο Αργεντινής! Κυνηγούσα λέει αγριογούρουνα στις πλαγιές του Ολύμπου και έτρεχα σαν αναμαλλιασμένη Δρυηίδα μέσα σε ένα δάσους όπου φύτρωναν σαν μανιτάρια οι μαύροι χοίροι.

 
newsl face