Σκέπτομαι πολλές φορές πως το ψήσιμο απευθείας πάνω στην φωτιά είναι σαν τους κεραυνοβόλους έρωτες. Παίρνεις βρε φίλε όλα τα ρίσκα να καείς, να τσιτσιριστείς να πέσεις στα πατώματα!

Με ένα αδέξιο χειρισμό το κρέας μπορεί να αποστραγγιστεί από τα πολύτιμα ζουμιά του και να καταντήσει στεγνό, καρβουνιασμένο και άνοστο κοινός σόλα.

Αντίθετα με το αργό και ασφαλές ψήσιμο στην γάστρα μοιάζει λίγο με τις μετρημένες σχέσεις ζωής που το πας σιγά σιγά «by the book» δηλαδή!

Κρατιέται όλη η ζουμερή και πικάντικη γλυκύτητα του κρέατος και ένα αόρατος στοργικός αέρας περνοδιαβαίνει ανάμεσα στα τραγανά φύλλα κυκλοφορώντας με ευγένεια και σύνεση αν μιλάμε για ΠΙΤΑ στην γάστρα βέβαια!!

Με λίγα λόγια πρέπει να είσαι σκράπας μάγειρας για να αποτύχεις στο μαγείρεμα της ΓΑΣΤΡΑΣ . Καθώς και εξαιρετικά αδέξιος για να τα κάνεις μαντάρα σε σχέσεις που βασίζονται στην «step by step» επικοινωνία.

Εγώ λοιπόν ως γνήσιο τέκνο της παρορμητικής Κρήτης κάτεχα καλά τι σημαίνει το απευθείας <φλερτ> με την θερμή ανάσα της φωτιάς και το αμαρτωλό αργό στάξιμο του λίπους επάνω στα κάρβουνα… κάτι δηλαδή σαν το πάθος που φουντώνει και σε τσουρουφλίζει!!

Η σχέση των Ελλήνων με το ελαιόλαδο φαίνεται να είναι όχι μόνο άρρηκτη αλλά και σταθερή για αιώνες .
Πλουτίζει γενναιόδωρα τα φαγητά, τα λαδερά μας, τα γιαχνιστά μας, τα βραστά, τις σαλάτες μας. Ουσιαστικά ορίζει και καθορίζει την κουζίνας μας.
Την ελληνική κουζίνα, η οποία, συγκεντρώνει μια απίθανα μεγάλη ποικιλία συνταγών, η γευστική δομή και το σώμα των οποίων χαρακτηρίζεται από το ένα και κυρίαρχο υλικό, το μαγικό ελαιόλαδο.

Αν πας, λοιπόν, στο Βελιγράδι  και δεν περάσεις έστω και για μια βόλτα από το Lorentzo & Kakalamba, σίγουρα δεν έχεις δει ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα της πόλης τούτης ! Αυτό το μέρος  πρέπει οπωσδήποτε να το επισκεφτείς ,  πέρα από το φαγητό, αφού συγκαταλέγεται στα πιο κιτς εστιατόρια του κόσμου. Στην αρχή έχεις την εντύπωση ότι πρέπει όλα τούτα τα μικρά και ασύνδετα πράγματα, έπιπλα, διακοσμητικά και ομοιώματα ανθρώπων και ζώων να έχουν <πεταχτεί> όπως να’ ναι στο χώρο γα χάρη εντυπωσιασμού. Μια δεύτερη ματιά όμως θα σε πείσει ότι οι ιδιοκτήτες γνωρίζουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν για να προκαλέσουν τις αισθήσεις σου…

Όταν ένα ωραίο κορίτσι ήταν άσπρο και αφράτο, όπως και όταν κάποιο φαγώσιμο έλιωνε στο στόμα, η γιαγιά μου συνήθιζε να το παρομοιάζει απλά ως «κουραμπιέ». Κι αυτό διότι το κριτήριο για την ποιότητα αυτού του εορταστικού γλυκίσματος είναι πρώτα από όλα η λευκότητα η οποία επιτυγχάνεται αφενός με την μπόλικη άχνη ζάχαρη που πασπαλίζετε η επιφάνεια τους, αφετέρου με το πολύ προσεκτικό ψήσιμο ώστε να παραμείνουν κατάλευκοι ακόμα και πριν πασπαλιστούν με ζάχαρη άχνη. Η λευκότητα τους, η οποία και συμβολίζει την αγνότητα, είναι και η αιτία που τους προσφέρουν ως κύριο κέρασμα σε αρραβώνες και γάμους. Το δεύτερο τεστ ποιότητας, μετά την εμφάνιση, για να κριθεί ως επιτυχημένος ένας κουραμπιές, είναι να είναι στο εσωτερικό του κάπως κούφιος και να λιώνει όταν τον βάζεις στο στόμα. Οι πραγματικοί πάντως τεχνίτες των κουραμπιέδων μας ψιθυρίζουν στο αυτί και ένα τρίτο μυστικό: το άριστης ποιότητας βούτυρο.

Οι σκηνές και οι μυρωδιές από την «Πολίτικη Κουζίνα» αναβιώνουν σε ένα από τα πλέον ιστορικά νελικατέσεν της πόλης (και της Πόλης) στο Παλαιό Φάληρο. Μυρίζοντας τα μπαχάρια και βλέποντας τις λακέρδες πάνω στους ξύλινους πάγκους από οξιά νιώθεις να ταξιδεύεις στα στενά του Γαλατά και να ερωτεύεσαι από την αρχή όλες αυτές τις γεύσεις που είναι χαραγμένες στο DNA μας.

Το να βλέπεις όλη την Αθήνα στα πόδια σου, είναι δώρο. Είναι προνόμιο. Είναι εμπειρία. St' Astra, το εστιατόριο του ξενοδοχείου Radisson Blue Park στα προσφέρει και τα τρία απλόχερα. Η Ακρόπολη μπροστά σου, ο Λυκαβηττός στ΄αριστερά - τόσο κοντά που νομίζεις πως θ΄απλώσεις το χέρι να τον αγγίξεις- και κάτω, δίπατα όμορφα νεοκλασσικά που σώθηκαν από την λαίλαπα της αντιπαροχής. Aγαπημένα από παλιά τα mourano φωτιστικά, άνετοι καναπέδες και πολιτισμένη διάταξη τραπεζιών για να τρως άνετα χωρίς ν΄ακούς τους διπλανούς. Η jazz μουσική την ώρα που μπήκαμε και ο έναστρος αττικός ουρανός, αφορμή για να γίνεις ρομαντικός και το συναισθηματικό μου δέσιμο με την εποχή που μαγείρευε ο Ερβέ, ένα τσακ θέλει για να με ρίξει στην παγίδα της σύγκρισης ακόμα και τόσα χρόνια μετά. Ο Γιάννης Λιόκας όμως τα κατάφερε καλά. Ώριμες εκτελέσεις, σωστές τεχνικές, ισορροπίες στα πιάτα του χωρίς ακροβασίες προς χάριν εντυπωσιασμού.

Η έμπνευση για το νέο επιχειρηματικό project του Δημήτρη Λίτινα δεν έρχεται από την ομώνυμη ταινία του Θανάσση Βέγγου αλλά από τη διάθεση της γυναίκας του, της Νάντιας να απαντά στο τηλέφωνο λέγοντας: «Θα σε κάνω Βασίλισσα».

 
newsl face