της διατροφολόγου Θεοδώρας Γ. Καλογεράκου
Χαρακτηρίζεται από πολλούς ως "το φυτό της νέας χιλιετίας" και ως "η ζάχαρη του μέλλοντος". Οι αυτόχθονες της Ν. Αμερικής, όπως η φυλή των Ινδιάνων Mestizos και Guarani της Παραγουάης, που φαίνεται να χρησιμοποίησε πρώτη τα φύλλα του φυτού για να γλυκάνει ροφήματα βοτάνων, γνώριζαν εδώ και αιώνες τις εξαιρετικές ιδιότητες του φυτού της στέβιας (stevia), που το αποκαλούσαν Kaa hee («γλυκό φύλλο»- «γλυκό βότανο») και του απέδιδαν μαγικές και θεραπευτικές ιδιότητες.
Πρόκειται για ένα μικρό πολυετή θάμνο, που ανήκει στην οικογένεια των χρυσανθέμων και προέρχεται από την Παραγουάη. Η στέβια (Stevia rebaudiana) είναι μέλος της οικογένειας Asteraceae και συγγενεύει με διάφορα βότανα και άνθη, όπως το χαμομήλι, το εστραγκόν, το αντίδι, το μαρούλι, τη μαργαρίτα, τον ηλίανθο και τα χρυσάνθεμα. Το γένος στέβια αποτελείται από 240 είδη φυτών που ενδημούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική και το Μεξικό μέχρι την Αριζόνα, το Νέο Μεξικό και το Τέξας. Από το 1800 η κατανάλωση της στέβιας εδραιώθηκε σε όλη τη Νότια Αμερική, όπως τη Βραζιλία και την Αργεντινή.
Η στέβια, στις διάφορες μορφές της, χρησιμοποιείται στη Ν. Αμερική για περισσότερα από 500 χρόνια, στην Ευρώπη από το 1999, ενώ στον Καναδά και τις ΗΠΑ, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι το 1991, επιτρέπονταν μόνο ως διαιτητικό συμπλήρωμα. Το 1991, στις ΗΠΑ απαγορεύθηκε κάθε χρήση μέχρι το 1995 οπότε επέτρεψε και πάλι την χρήση. Άλλες χώρες όπου χρησιμοποιείται η στέβια είναι η Ελβετία, μερικές της Ανατολικής Ευρώπης και της Αφρικής.
Στην Ελλάδα, το νέο είδος φυτού ήταν άγνωστο μέχρι το 2005, όταν το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που ήταν το πρώτο και το μόνο ίδρυμα έως τώρα που ασχολείται με την στέβια στην χώρα μας, άρχισε συστηματική επιστημονική έρευνα (η έρευνα άρχισε την περίοδο 2005-2007 και συνεχίζεται έως σήμερα, σε διάφορες περιοχές της χώρας), την οποία και συνεχίζει σε συνεργασία με διάφορους φορείς, με σκοπό το φυτό αυτό να αποτελέσει μια εναλλακτική καλλιέργεια για τους Έλληνες γεωργούς.
Το όνομα στέβια προέρχεται από τον Ισπανό βοτανολόγο και γιατρό Petrus Jacobus Stevus που την ανακάλυψε το 1887. Το 1899 ο Σουηδός βοτανολόγος Moises Santiago Bertoni που εργαζόταν στην ανατολική Παραγουάη περιέγραψε λεπτομερώς το φυτό και τις γλυκαντικές του ιδιότητες. Τα φύλλα του περιέχουν γλυκαντικές ουσίες που λέγονται γλυκοζίτες στεβιόλης (steviol glycosides). Τα φύλλα του φυτού στέβια είναι 30 με 45 φορές πιο γλυκά από τη ζάχαρη και τρώγονται ωμά ή χρησιμοποιούνται ολόκληρα σε ροφήματα βοτάνων και τρόφιμα. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί γλυκοζίτες στεβιόλης με διαφορετικές γλυκαντικές ιδιότητες. Οι γλυκύτεροι και πιο άφθονοι στα φύλλα του φυτού είναι η στεβιοσίδη (stevioside) και η ρεμπαουδιοσίδη-Α (rebaudioside-A), όπως ονομάστηκαν το 1931, από τους Γάλλους χημικούς, M. Bridel και R. Lavielle που απομόνωσαν τα συστατικά στα οποία οφείλεται η γλυκιά γεύση των φύλλων της στέβιας. Τα τελευταία είναι 200 με 300 φορές γλυκύτερα από τη ζάχαρη, σταθερά στη θέρμανση και σε διαφορετικά pH και δεν αποικοδομούνται.
Για χρήση ως γλυκαντική ύλη η στέβια διατίθεται συσκευασμένη σε μορφή σκόνης, σε σταγόνες ή σε δισκία από τα περισσότερα καταστήματα βιολογικών προϊόντων και ορισμένα μεγάλα σούπερ μάρκετ και παράγεται από τα φύλλα του φυτού στέβια. Ανάλογα με την προέλευση, τη μορφή, την ποιότητα, την καθαρότητα και την τυποποίηση των γλυκαντικών της συστατικών, κάθε εμπορικό προϊόν στέβιας μπορεί να έχει διαφορετικό συνιστώμενο τρόπο κατανάλωσης, διαφορετική συμπεριφορά στις υψηλές θερμοκρασίες και να προσδίδει διαφορετικού βαθμού γλυκύτητα συγκριτικά με τη ζάχαρη. Οπότε λαμβάνετε πάντα υπόψη σας τις οδηγίες του κατασκευαστή.
Οι αρμόδιοι φορείς, όπως η Κοινή Επιστημονική Επιτροπή για τα Πρόσθετα των Τροφίμων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Οργανισμού Γεωργίας (Joint Expert Committee on Food Additives, JECFA WHO/FAO) και η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (European Food Safety Authority, EFSA) διερεύνησαν την ασφάλεια των γλυκοζιτών στεβιόλης, stevioside και rebaudioside-A και κατέληξαν ότι είναι ασφαλή για κατανάλωση από όλες τις ομάδες του πληθυσμού. Πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τους γλυκοζίτες στεβιόλης για χρήση ως γλυκαντικού σε τρόφιμα και ροφήματα. Στην ΕΕ και τον FAO έχει ορισθεί, από το 2008, Ημερήσια Αποδεκτή Λήψη 10 mg στεβιοσίδη/kg ζώντος βάρους. Η E.F.S.A. (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων), τον Απρίλιο του 2010, ανακοίνωσε ότι ως ημερήσια δοσολογία των γλυκοσιδίων της στέβιας (στεβιοσίδης και ρεμπαουδιοσίδης) ορίζει τα 4mg ανά kgbw/ημέρα. (EFSA Journal 2010;8(4):1537, www.efsa.europa.eu) Σήμερα τα εκχυλίσματά της χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο της κοινής, κρυσταλλικής ζάχαρης και αντί άλλων φυσικών ή συνθετικών γλυκαντικών υλών σε ροφήματα, αναψυκτικά διαίτης, ηδύποτα, γλυκίσματα, φαγητά ή σάλτσες (συνήθως αφού τη διαλύσετε πρώτα σε λίγο νερό, ώστε να ελέγξετε εκ των προτέρων την έντονη γλυκύτητά της), διαιτητικά τρόφιμα, τρόφιμα για διαβητικούς και ειδικά προϊόντα διατροφής. Μπορείτε, επίσης, να την καλλιεργήσετε σε μικρές γλάστρες και να χρησιμοποιείτε τα φύλλα της φρέσκα ή αποξηραμένα σε σαλάτες ή αλεσμένα σε ροφήματα και γλυκίσματα.
Η στέβια είχε πολύ σημαντικό διατροφικό, ιατρικό, θεραπευτικό και εθνοβοτανικό ρόλο στις παραδόσεις, δοξασίες και ιεροτελεστίες των λαών στους τόπους καταγωγής της. Στην Κίνα, τσάι από φύλλα στέβιας συνιστώνται ως ορεκτικό, ως χωνευτικό, για απώλεια βάρους, για διατήρηση της νεότητας, ως διαιτητικό ή και για μείωση της επιθυμίας για κάπνισμα και ποτό.
Το θρεπτικό όφελος από την κατανάλωση της στέβιας είναι τεράστιο και αποτελεί το νέο «ιερό δισκοπότηρο» των οπαδών της υγιεινής διατροφής, αφού, 1 κουταλάκι του τσαγιού τυποποιημένο εκχύλισμα στέβιας έχει την ίδια γλυκαντική ικανότητα με περίπου 1 φλιτζάνι ζάχαρη και δεν αποδίδει καθόλου θερμίδες, σε οποιαδήποτε ποσότητα κατανάλωσης. Η στέβια είναι η μόνη φυσική γλυκαντική ουσία με μηδέν θερμίδες, μηδέν υδατάνθρακες, μηδέν γλυκαιμικό δείκτη και μηδέν γλυκαιμικό φορτίο. Επομένως, τα γλυκαντικά που προέρχονται από τη στέβια. όταν χρησιμοποιούνται αντί της κοινής ζάχαρης ή άλλων επίσης θερμιδογόνων γλυκαντικών υλών (π.χ. φρουκτόζη, μέλι, σιρόπι αγαύης κ.ά.), μπορούν να αποτελέσουν επιλογή για τους ανθρώπους που θέλουν να μειώσουν ή να διατηρήσουν το βάρος τους. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα γλυκαντικά με λίγες ή μηδενικές θερμίδες μπορούν να συμβάλλουν στον έλεγχο του βάρους, αφού μειώνουν το θερμιδικό περιεχόμενο της δίαιτας και διατηρούν την ευχαρίστηση στο διαιτολόγιο βοηθώντας τους ανθρώπους να μείνουν πιστοί στη δίαιτά τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
Πρόσφατες έρευνες έχουν αξιολογήσει την επίδραση της στέβιας, στην παχυσαρκία, στο διαβήτη και την υπέρταση. [H ημερήσια πρόσληψη rebaudioside-A δεν έχει καμία επίδραση σε ανθρώπους με φυσιολογική και χαμηλή συστολική πίεση ή ασθενείς με ήπια έως μέτρια υπέρταση. Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η καθημερινή κατανάλωση του γλυκαντικού στέβια (σε δόσεις που ισούνται ή υπερβαίνουν την Αποδεκτή Ημερήσια Πρόσληψη) δεν επηρεάζει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και είναι καλά ανεκτό από άτομα με διαβήτη τύπου 2. Επειδή, όμως, είναι άγνωστο το εάν βελτιώνει μακροπρόθεσμα το γλυκαιμικό έλεγχο, τα διαβητικά άτομα θα πρέπει να συμβουλεύονται οπωσδήποτε το γιατρό τους πριν αποφασίσουν να την εντάξουν συστηματικά στο καθημερινό τους διαιτολόγιο. Σε πολυκεντρική διπλή-τυφλή κλινική μελέτη ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (placebo) αξιολογήθηκε η ημερήσια κατανάλωση 1.000 mg ρεμπιάνας (εκχύλισμα στέβιας- η Ρεμπιάνα (Rebiana) είναι ένα εκχύλισμα υψηλής καθαρότητας από τα φύλλα του φυτού στέβια, με κύριο συστατικό τη ρεμπαουδιοσίδη-Α. Η Ρεμπιάνα είναι το πρώτο εγκεκριμένο γλυκαντικό φυτικής προέλευσης με μηδενική θερμιδική αξία που έχει διατεθεί στο εμπόριο και είναι 200 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη) για ένα διάστημα 16 εβδομάδων. Στη μελέτη συμμετείχαν 122 άντρες και γυναίκες με διαβήτη τύπου 2. Μετά από 16 εβδομάδες ημερήσιας κατανάλωσης εκχυλίσματος στέβιας ή εικονικού φαρμάκου (κυτταρίνη), δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη. Το εκχύλισμα στέβιας δεν είχε καμία επίδραση στη γλυκόζη νηστείας, στην ινσουλίνη, στα λιπίδια αίματος και το πεπτίδιο C. Έρευνες του Πανεπιστημίου της Ασουνσιόν στην Παραγουάη έχουν δείξει ότι η στέβια διαθέτει αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες. Το σίγουρο όμως είναι ότι χρειάζονται περισσότερες έρευνες για να αποδειχθεί επιστημονικά η αντιυπερτασική, αντιβακτηριδιακή, αντιοξειδωτική, καρδιοτονωτική, αντιγηραντική, αδυνατιστική, χωνευτική και επουλωτική για το δέρμα δράση της στέβιας.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα, σε αντίθεση με αρκετές άλλες γλυκαντικές ύλες, είναι ότι η κρυσταλλική γλυκιά ουσία της στέβιας είναι σταθερή, δεν αλλοιώνεται και δεν χάνει τη γλυκύτητά της, ακόμα κι όταν μαγειρεύεται σε θερμοκρασίες έως και 200οC, ιδιότητα που επιτρέπει τη χρήση της στη μαγειρική σε αντίθεση με τη συνθετική ασπαρτάμη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υποκαταστήσει και τη ζάχαρη σε ένα πιο ευρύ φάσμα τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων καυτών ροφημάτων και γλυκών που απαιτούν βράσιμο (π.χ. μαρμελάδες) ή ψήσιμο.
Τα φύλλα της στέβιας περιέχουν, επίσης, πολλά μεταλλικά στοιχεία και ιχνοστοιχεία (χρώμιο, μαγνήσιο, μαγγάνιο, κάλιο, σελήνιο, ψευδάργυρο), βιταμίνες Β (κυρίως νιασίνη) και αποτελεί πηγή χρήσιμων φυτοχημικών συστατικών με αντιοξειδωτική δράση, όπως χλωροφύλλη (φυσική χρωστική), ισοστεβιόλη, φυτοστερόλες, γιββερελλίνη (φυτοορμόνη). Ο συνδυασμός και η αλληλεπίδραση των συστατικών αυτών ενδέχεται να της προσδίδουν επιπλέον ωφέλιμες ιδιότητες για την υγεία μας, που μέλλει όμως να αποδειχτούν ερευνητικά. Τα μέχρι τώρα απολύτως σίγουρα είναι ότι, αντίθετα με τη ζάχαρη, δεν ευνοεί ούτε τη δημιουργία τερηδόνας ούτε την ανάπτυξη του μύκητα Candida Albicans (Πρόκειται για ένα μύκητα που αποτελεί τη φυσιολογική εντερική χλωρίδα, ο οποίος, όταν διαταραχθούν τα επίπεδά του, προκαλεί κυρίως ευκαιριακές λοιμώξεις σε ανθρώπους, αλλά και συστηματικές λοιμώξεις σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς).