ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΤΕΛΕΙΟ ….
Ακόμα και εγώ που είμαι γεννημένη στην Κρήτη σε ένα τόπο που οι γεύσεις έχουν μια αφοπλιστική απλότητα και μια βαθιά νοστιμιά έφυγα εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας από το καφενείο της Λιαπάκη με την αίσθηση την πληρότητας που αισθάνεται ένας άνθρωπος χορτασμένος.
Χορτασμένος !!!Δηλαδή όχι απλά με γεμάτο στομάχι αλλά με μια μικρή συγκίνηση στο λαιμό και μια απροσδιόριστη αίσθηση που σου δημιουργεί η γλυκύτητα και η ισορροπία ενός απλού άλλα κατά τα άλλα καλομαγειρεμένου φαγητού που θα μπορούσε να το έχει φτιάξει και η γιαγιά σου στο χωριό γιατί σε αγαπάει και στο δείχνει με το δικό της τρόπο .
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Κατεβαίνοντας στην Κρήτη ξέρεις ότι θα φας καλά . Όταν λοιπόν ρώτησα τους παλιούς μου συμμαθητές που είναι αυτό το εστιατόριο μου απάντησαν «δεν είναι εστιατόριο καφέδες φτιάχνει και μαγειρεύει κιόλας ένα δυο φαγητά».
Η επόμενη ερώτηση ήταν πως το λένε ; Της Λιαπάκης μου απάντησαν.
Βρήκα λοιπόν σχετικά εύκολα εκείνον τον καφενέ με τα φαγητά που δεν έχει όνομα . Απέναντι στην εκκλησία το Αγίου Νικολάου στην Αλικαρνασσό και με τα αεροπλάνα να προσγειώνονται και να απογειώνονται πάνω από τα κεφάλια λες και βρισκόμουν σε εμπόλεμη περιοχή.
Κλασικό καφενείο με μεγάλες τέντες , τα λάβαρα της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδα του Ηρόδοτου σε μικρά και μεγάλα μεγέθη, χοντρά φλιτζάνια του καφέ (εκείνα που σου προστατεύουν το χειλάκι από την άμεση επαφή με την κάψα από το καϊμάκι), μπουκάλια από ουίσκι και ρακές ανάμικτα, ευτυχώς ξύλινες αναπαυτικές παραδοσιακές καρέκλες και τραπέζια το ίδιο.
Καθίσαμε έξω δηλαδή στο φαρδύ πεζοδρόμιο μαζί με τους εργάτες, και τους κρητικούς παππούδες που φούμαραν αμέριμνοι και έπιναν τον καφέ τους.
Ένας χαμογελαστός μικρός με την αγουράδα της εφηβείας ήρθε με τον πρώτο δίσκο και σβέλτα άρχισε να αφήνει μικρά πιατάκια στο τραπέζι. Ο εγγονός έμαθα αργότερα .... Εξοικειωμένη από τα παιδικά χρόνια η ματιά μου αναγνώρισε αμέσως τα καλούδια. Ένα πουρές από κουκιά που μέσα του αποτυπώνεται όλη η φρεσκάδα και η γήινη υπόσταση του οσπρίου με δυο τρεις σταγόνες λάδι. Γαλέος τηγανιτός που δεν μύριζε αμμωνία, βλίτα και στίφνος βραστά, ξανά κουκιά αυτή την φορά στιφάδο με μια υποψία από κύμινο να σου γαργαλάει την μύτη και να σου δίνει μικρές «κλωτσιές» στον ουρανίσκο υπενθυμίζοντας σου ότι είναι η ώρα να πιείς την πρώτη ρακή !!
Κι ενώ δεν έχω προλάβει να συνέλθω από αυτή την μοναδική διέγερση των αισθήσεων, έρχεται ένα φρέσκο καλαμάρι καλυμμένο με μια αέρινη κρούστα και με μια σάρκα να κόβεται σαν βούτυρο. Μαζί και μια στραπατσάδα (καγιανά) με κατακίτρινα αυγά και ντομάτα.
Αυτό ήταν ! «Πάω στην κουζίνα» ανακοίνωσα και σηκώθηκα φουριόζα να γνωρίσω την μαγείρισσα .
Η κουζίνα λοιπόν καταλαμβάνει μόλις ένα μικρό χώρο στο πίσω μέρος του καφενείου (ανοιχτή εννοείται) έχει τρία πετρογκάζ και τέσσερα μαυρισμένα τηγάνια και άλλες τόσες κατσαρόλες . Χωράει ίσα –ίσα εμένα και την Κυρία Μαρία η οποία χωρίς καμία ένταση χειρίζεται ταυτόχρονα της πατάτες που τηγανίζονται μέσα σε πέντε δάχτυλα λάδι , και την κατσίκα με το σκούρο κρέας, που σιγοβράζει σε μια διάφανη λαμπερή σάλτσα ντομάτας .
Καθαρίζοντας μια χούφτα χοχλιούς μου λέει με τον πιο φυσικό τρόπο, χωρίς καμία αίσθηση καθήκοντος και «πρέπει» όπως δηλαδή κάνουν όλοι οι άνθρωποι που μαγειρεύουν με πάθος, ότι ήταν στις κουζίνες των ξενοδοχείων, των catering και των εστιατορίων περίπου 25 χρόνια.
Η δεύτερη «κουβέντα» της είναι τα φαγητά της. «Φτιάχνω άμα το ξέρω πως θα έρθει παρέα, και πιλάφι με ζυγούρι, και χόντρο με τους χοχλιούς και αγκινάρες με κουκιά».
Ανοίγουμε το καφενείο πέντε το πρωί , εγώ τα παιδιά μου, ο άντρας και τα εγγόνια μου και κλείνουμε το βράδυ αργά.
Αφήνω τη Μαρία στο μικρό βασίλειο της και γυρίζω στο τραπέζι με τις ρακές, τα εφτάζυμα παξιμαδάκια με το μαυροκούκι και τα άλλα καλούδια.
Εκεί με περιμένουν κολοκυθάκια γεμιστά με κιμά και αυγολέμονο, σαλιγκάρια βραστά με νερό και αλάτι κι όμως τόσο ζουμερά και νόστιμα, ψιλοκομμένο κοκκινιστό χοιρινό , πατάτες τηγανιτές σε ροδέλες με χοντρό αλάτι.
Σε λίγο ο θόρυβος από τα αεροπλάνα δεν υπάρχει, όπως και το δομημένο μενού, και οι κατάλογοι, και οι περίτεχνες μαγειρικές, με ένα αόρατο σεφ που αρέσκεται σε πεντακάθαρες μπλούζες και μετάλλια.
Μόνο η πληθωρική παρουσία της Λιαπάκενας με τα μαύρα της λιτά ρούχα και εκείνο το χαμόγελο που δεν λέει ποτέ ψέματα και απέχει τόσο από τη ματαιοδοξία!! Της αρέσει να ΤΑΪΖΕΙ τον κόσμο και να τον κάνει ευτυχισμένο.
ΔΥΝΑΤΟ : Εξαιρετική κρητική κουζίνα, νόστιμο και εκφραστικό φαγητό.
ΑΔΥΝΑΤΟ: Τα αεροπλάνα που σε ζαλίζουν. Αλλά ο θόρυβος από τα μεγάλα «μεταλλικά πουλιά» εξαφανίζεται μαγικά από τους καπνούς της μαρμίτας της Λιαπάκιενας και την καλή πρόθεση των ανθρώπων.