«Μαγειρεύω από 15 χρονών. Με το που τελείωσα το γυμνάσιο ήθελα να βγάζω τα δικά μου χρήματα οπότε και άρχισα να δουλεύω σα μοδίστρα. Πήγα στην εργατική εστία κι έμαθα να πλέκω και να ράβω κι έτσι έβγαζα τα έξοδά μου. Όταν γύριζα στο σπίτι από τα μαθήματα ή το μαγαζί μοδιστρικής που είχα αργότερα κατ' ευθείαν πήγαινα στην κουζίνα. Η αδερφή μου είχε αναλάβει την καθαριότητα κι εγώ τη μαγειρική γιατί η μαμά μου είχε εξωτερικές δουλειές.
Όταν μπαίνω στην κουζίνα χάνω τον εαυτό μου. Σε μία ώρα μπορώ να ετοιμάσω 10 φαγητά. Δεν σκέφτομαι τα λεφτά. Όταν κάποιος μου λέει' τι ωραία η κουζίνα σου' εγώ πετάω. Όταν κάποιος μένει ευχαριστημένος, θέλω να κάνω όλο και πιο πολλά.
Όλα αυτά που σε κάποιους φαίνονται περίεργα –το ότι φτιάχνω ψωμί, τυρί,- εγώ τα έκανα από παλιά. Όταν ήμουνα μικρή, δεν αγοράζαμε πολλά πράγματα. Γάλα είχαμε από την αγελάδα και φτιάχναμε τυρί. Κρέατα είχαμε, μέλι είχαμε μέχρι και ταχίνι δικό μας που το φτιάχναμε σπέρνοντας και καλλιεργώντας σουσάμι. Και πετιμέζι είχαμε. Αγοράζαμε μόνο ζάχαρη και ρύζι. Πλιγούρι είχαμε το δικό μας. Αλεύρι δικό μας. Έτσι είναι και τώρα. Για το μαγαζί φτιάχνω πλιγούρι, ψωμί, το αλεύρι βέβαια το αγοράζω τώρα γιατί δε φτάνει αυτό που σπέρνουμε, φτιάχνω τουρσιά, αλμυρές σαρδέλες, τραχανά σάλτσες, κοφτό μακαρόνι, κους-κους, ανοίγω φύλλο, κρέατα παίρνω ντόπια από ένα συγγενή μου που έχει κρεοπωλείο, το γάλα είναι δικό μας, και τα πιο πολλά λαχανικά τα βγάζουμε εμείς από ένα κτήμα 2 στρεμμάτων που έχουμε και το καλλιεργεί ο μπαμπάς μου. Κι οι ελιές δικές μας είναι. Τα χόρτα τα μαζεύουμε απ' έξω. Μαζεύουμε και παπαρούνες όταν είναι ακόμη χλωρές πριν ανθίσουν για να κάνουμε παπαρουνόπιττα που είναι πολύ νόστιμή. Η οικογένειά μου ήταν Μουσουλμάνοι της Θράκης. Πολλά χρόνια πριν- από την εποχή του Σουλεϊμάν που δείχνει τώρα η τηλεόραση- οι πρόγονοί μου είχαν έρθει από την Κόνια της Κεντρικής Τουρκίας.
Πως ξεκίνησαν όλα; Εκείνη την εποχή – πριν 30 χρόνια- τα κορίτσια δεν έβγαιναν από το χωριό.Από τα δικά μας τα χωριά κανένας δεν είχε βγει πιο πέρα να πάει στο σχολείο, μόνο εγώ βγήκα σαν κοπέλα και πήγα στην Κομοτηνή για το Γυμνάσιο. Γιατί εκεί είχε σχολείο μισό-μισό. Και ζορίστηκα πολύ γιατί ήξερα πολύ λίγα ελληνικά. Στο Δημοτικό τα μαθήματα τα κάναμε μισά ελληνικά μισά τούρκικα αλλά στο χωριό δεν είχαμε καθόλου έλληνες για να μιλάμε και να μαθαίνουμε καλύτερα τη γλώσσα.
Στο χωριό οι γυναίκες, μόλις τελείωναν το Δημοτικό έμεναν στο σπίτι, ετοίμαζαν τις προίκες, έκαναν δουλειές και μετά παντρεύονταν. Η απόφαση για το γυμνάσιο ήταν δική μου και των γονιών μου. Η μαμά μου δεν είχε βγει από το χωριό μέχρι 12 ετών. Τότε κατέβηκε για πρώτη φορά στην Αλεξανδρούπολη (για να πάει στον οδοντίατρο) και αγόρασε έτοιμες κάλτσες. Μέχρι τότε της τις έπλεκε η μαμά της. Δεν ήξερε ότι υπήρχαν έτοιμες κάλτσες. Τώρα μιλάμε για το 1965. Έτσι η μαμά μου ήθελε να μάθουμε ελληνικά, να μάθουμε να οδηγούμε, για να βγούμε έξω. Αλλά κι εγώ το ήθελα. Εδώ ο κόσμος δούλευε αλλά λεφτά δεν είχε στα χέρια. Δούλευαν στα χωράφια, αλώνιζαν με τα χέρια, είχαν ζώα. Είχαν δηλαδή να φάνε, αλλά δεν είχαν ρευστό.
Έτσι πήγα στο γυμνάσιο.Στην Κομοτηνή μέναμε 3-5 κορίτσια σ' ένα σπίτι. Δευτέρα πρωί παίρναμε το λεωφορείο κι επιστρέφαμε Παρασκευή. Τότε, εμείς ήμαστε παιδιά, 12 χρονών κι εντελώς άβγαλτα. Πρώτη φορά πήγαινα στην Κομοτηνή. Δεν ήξερα καν ότι υπήρχε κάτι σαν το τοστ. Και τα σπίτια μας δεν είχαν τότε τηλέφωνο για να μπορούμε να τηλεφωνήσουμε. Έπρεπε, όμως μια μέρα πριν πάω στους γονείς μου (στο Καφενείο που υπήρχε τηλέφωνο) για να τους πω με ποιο λεωφορείο θα ερχόμουν, για να βγουν στον κεντρικό δρόμο να με παραλάβουν. Ο καφετζής ήταν ανάποδος άνθρωπος και κάθε φορά που τηλεφωνούσαμε μάλωνε και το σκεφτόμουν ολόκληρη τη βδομάδα. Απ' το χωριό ήμουν μόνο εγώ. Μια ξαδέρφη μου από ένα άλλο χωριό και τα υπόλοιπα κορίτσια ήταν από την Κομοτηνή.
Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο ήθελα να έχω και χρήματα στα χέρια μου. Άκουσα τότε ότι άνοιξε εργατική εστία στην Αλεξανδρούπολη, κι αποφάσισα να πάω εκεί και να μάθω μοδιστρική. 'Έπλεκα σκούφιες και τις πουλούσα για 100 δραχμές τη μία για να έχω τα έξοδά μου. Μετά ήθελα να ανοίξω μαγαζί. Αλλά πως θα πήγαινα; Οπότε έβγαλα δίπλωμα οδήγησης και πήρα κι ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. 13 χρόνια δούλεψα σα μοδίστρα. Και πήγαινε πολύ καλά η δουλειά. Μετά παντρεύτηκα κι έκανα παιδί.
Ήθελα οπωσδήποτε το παιδί μου να πάει στο Νηπιαγωγείο, να μάθει ελληνικά. Να μην τραβήξει αυτά που τράβηξα εγώ.. Οπότε έκλεισα το μαγαζί. Εδώ από τα χωριά μας κανένας δεν έστελνε τα παιδιά του στο νηπιαγωγείο. Μόλις έστειλα το γιο μου, άρχισαν να με συζητούν αλλά σύντομα ήθελαν κι άλλοι να στείλουν τα παιδιά τους. Έτσι μια μέρα με πήρε ο Νομάρχης και μου είπε: «μπορείς να μεταφέρεις και τα άλλα παιδιά;» γιατί δεν υπήρχε συγκοινωνία από το χωριό. Του είπα: «άμα είναι νόμιμο το κάνω, αλλιώς δε μπορώ να πάρω τέτοια ευθύνη». Το έκανα για 4 χρόνια και με πλήρωνε η Νομαρχία. 3-4 δρομολόγια την ημέρα.
Ίδια λόγια, άδεια λόγια
Μετά όμως η Νομαρχία έβαλε ταξί κι εγώ έμεινα χωρίς δουλειά για 6 μήνες. Δεν άντεχα. Στο σπίτι άδεια λόγια, ίδια λόγια. Στη γειτόνισσα ίδια λόγια. Αυτή ερχόταν σε εμένα, ίδια λόγια. Περνούσαν οι μέρες κι έλεγα: τι έκανα σήμερα; Τίποτα! Λεφτά δεν έβγαζα, τίποτα δεν έκανα, δεν άντεχα. Σκεπτόμουν να ανοίξω ένα καφέ αλλά το άφηνα για τον χειμώνα. Μια μέρα, μάλλον ήταν η τυχερή μου μέρα, ήταν κάπου 12 το πρωί κι έραβα στην κουζίνα μου. Αποφάσισα να πάω Αλεξανδρούπολη για να βγάλω κάρτα ανεργίας. Στον ΟΑΕΔ μου είπαν : «καταλάβαμε γιατί ήρθες αλλά ντρέπεσαι». Είχε ένα πρόγραμμα για γυναικεία επιχειρηματικότητα που έληγε την επομένη. Και ήταν ήδη αργά το μεσημέρι.Την άλλη μέρα, μέσα σε δύο ώρες ετοίμασα όλα τα χαρτιά. Τα κατέθεσα και τη Δευτέρα ξεκίνησα σεμινάριο. Δεν ήταν τόσο τα λεφτά που πήρα, αλλά ότι αυτό με έσπρωξε να ξεκινήσω το μαγαζί. Τόσο δεν ήξερα τι θέλω να κάνω που όταν πήγα να πάρω την άδεια δεν ήξερα τι να γράψω. Και τελικά έγραψα Καφενείο και ουζερί. Κι έτσι ξεκίνησα την ταβέρνα μου, την Γαλάζια Χάντρα, το 2009.
Οι ρίζες της κουζίνας μας εδώ στα χωριά είναι τούρκικες, κι αυτή είναι η κουζίνα που φτιάχνω στο μαγαζί.Φτιάχνω Ιμάμ, ακατμέ,ένα παραδοσιακό πιάτο με φύλλα σαν κρέπες που ανοίγουμε εμείς κι ενδιάμεσα μπαίνει χωριάτικο κοτόπουλο που βράζει για πολλές ώρες πριν, και μπαίνει και το ζελέ του. Φτιάχνω πολλές πίτες με χόρτα, με κρέας με μελιτζάνα, γεμιστό κατσίκι με ρύζι και συκωταριά που ψήνεται στον ξυλόφουρνο. Φτιάχνω κι ένα άλλο πιάτο, το μακλουμπέ, για το οποίο τσιγαρίζω σε λίγο βούτυρο ένα χωριάτικο κοτόπουλο κι από πάνω βάζω πατάτες και ρύζι που έχω βράσει για 2-3 λεπτά, σε στρώσεις, και τα βάζω πάνω στα κάρβουνα σε πολύ χαμηλή φωτιά, με κλειστό το καπάκι κι ένα φλιτζάνι νερό. Έτσι όπως αργοψήνεται το λίπος από το κοτόπουλο όπως το γυρίζω πέφτει πάνω στο ρύζι και τις πατάτες γίνονται καταπληκτικά. Κάνω και Μπακλαμά, δηλ. βραστό κρέας με αρνί η κατσίκι 6-7 ετών, τα οποία τα τσιγαρίζουμε και βράζουμε στο ζουμί τους για πολύ ώρα σε σιγανή φωτιά. Αυτό σερβίρουμε στους δικούς μας γάμους, μαζί με φασολάδα και ρύζι με ρεβίθια. Το σπανάκι το φτιάχνουμε με ρύζι και αυγά, ενώ με τα βλαστάρια που περισσεύουν όταν καθαρίζουμε το σπανάκι, τα βράζουμε λίγο και βάζουμε από πάνω γιαούρτι, σκόρδο και λίγο βούτυρο και γίνεται καταπληκτικό πιάτο.»
Ταβέρνα Γαλάζια Χάντρα
Μεσημβρία, Αλεξανδρούπολη
Τηλ.: 25510 96510, 6974563799
ανοικτό μεσημέρι-βράδυ όλο το χρόνο